-
1 аналитический
аналитическийприл ἀναλυτικός. -
2 аналитический
επ.αναλυτικός•аналитический метод αναλυτική μέθοδος•
аналитический ум αναλυτικό μυαλό, νους.
εκφρ.- ая геометрия – αναλυτική γεωμετρία•- ая химия – αναλυτική χημεία•- и е языки – οι αναλυτικές γλώσσες. -
3 аналитический
[αναλιτίτσισκιϊ] επ. αναλυτικός -
4 аналитический
[αναλιτίτσισκιϊ] επ αναλυτικός -
5 способ
ο τρόπος, η μέθοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > способ